τοκμάκι

τοκμάκι
το, Ν
1. ξύλινο σφυρί, αλλ. ματσόλα
2. σιδερένιος κοντός κόπανος για το χτύπημα, το μαλάκωμα και την πλάτυνση τού κρέατος
3. βαρύ τεμάχιο από σίδερο ή ξύλο που κρέμεται με σχοινί από το πλαίσιο πόρτας για να τήν κλείνει με το βάρος του κάθε φορά που αυτή ανοίγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tokmak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”